- μυοσφαιρινουρία
- ηιατρ. απέκκριση μυοσφαιρίνης στα ούρα είτε ύστερα από βαριά μυϊκή κάκωση είτε ιδιοπαθώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. γαλλ. myoglobinurie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + globine, βλ. λ. μυοσφαιρίνη + -ουρία < ούρον)].
Dictionary of Greek. 2013.